- κτενιστής
- κτενιστής, ὁ, der Kämmende
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κτενιστής — ο, θηλ. κτενίστρια και κτενίστρα (Α κτενιστής) [κτενίζω] αυτός που έχει ως επάγγελμα να χτενίζει κάποιον, κομμωτής … Dictionary of Greek
κτενισταί — κτενιστής hairdresser masc nom/voc pl κτενιστός combed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενιστοῦ — κτενιστής hairdresser masc gen sg κτενιστός combed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χτενιστής — ο, θηλ. χτενίστρια και χτενίστρα, Ν ο κτενιστής, ο κομμωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτενιστής, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού κ στο διαρκές χ (πρβλ. κτίζω: χτίζω)] … Dictionary of Greek